- διαφυή
- διαφυή, η (Α)1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή2. διάκριση3. χώρισμα (όπως στα κάστανα)4. χώρισμα στα δόντια5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ.6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφυή — natural break fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυῇ — διαφύομαι germinate aor subj pass 3rd sg διαφυή natural break fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυαί — διαφυή natural break fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυῆς — διαφυή natural break fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυήν — διαφυή natural break fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυάς — διαφρυάς, η (Α) διαφυή* … Dictionary of Greek
διαφυάς — fem nom sg διαφυά̱ς , διαφυή natural break fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)